κείμενα/texts


01
Κωνσταντίνος Ι. Γουργουλιάννης, "Από την πόλη του Βόλου στο Σανατόριο του Πηλίου", Εν Βόλω, Τριμηνιαία Περιοδική Έκδοση Δήμου Βόλου, τεύχος 21ο, σελ. 46.-49.


































02
"Α΄ Ελληνικό Συνέδριο κατά της Φυματίωσης του 1909", έντυπο, αρχείο Νίκου Τσακνή
















03
"Δεκάλογος κατά της φθίσεως", έντυπο Πανελληνίου Συνδέσμου κατά της φυματίωσης, 1901, αρχείο Νίκου Τσακνή














































04
ΣΑΝΑΤΟΡΙΟ ΠΗΛΙΟΥ ΚΑΙ  ΣΕΦΕΡΗΣ 
Κείμενο του Γιώργου Δ. Παναγιώτου



Το Σανατόριο στο Πήλιο «Η Ζωοδόχος Πηγή» – το Σανατόριο του Καραμάνη όπως ήταν τότε γνωστό – δημιούργημα το 1909 του πρωτοπόρου πηλιορείτη γιατρού Γεωργίου Καραμάνη (1873-1964), ήταν το πρώτο σανατόριο «ύψους» για φυματικούς στην Ελλάδα· βρισκόταν σε μια πανέμορφη τοποθεσία σε υψόμετρο 1200 μ, στη δυτική ράχη του βουνού πάνω από τα χωριά Δράκεια και Άγιος Λαυρέντιος και  απείχε 25 χλμ από το Βόλο. Εκεί το 1937, ο Καραμάνης ίδρυσε επίσης και το πρώτο Πρεβαντόριο στην Ελλάδα για ασθενικά παιδιά, «Τα Χελιδόνια», που διηύθυνε ως το 1939  η γυναίκα του Άννα Καραμάνη.
         Παραδόξως, δίπλα στα κτήρια των αρρώστων-φυματικών, ένα άλλο μικρότερο συγκρότημα λειτουργούσε ως θέρετρο όπου τα καλοκαίρια παραθέριζαν διανοούμενοι και πλούσιοι Αθηναίοι και Αιγυπτιώτες. Το είχε επισκεφθεί ο Παλαμάς (1926), ο Κων/νος Τσάτσος, ο Σικελιανός (1938-1939),  ο Δελμούζος, ο Τριανταφυλλίδης, η Αθηνά Ταρσούλη, ο Ροζέ Μιλλιέξ και πολλοί άλλοι (Βλ. Γιάννης Μουγογιάννης, Ο Γεώργιος Καραμάνης και το Σανατόριο Πηλίου, Δήμος Αγριάς 1999).Ο Σεφέρης το επισκέφτηκε για πρώτη φορά το 1935 και ξανά το 1937. Στη διάρκεια της  Κατοχής το Σανατόριο βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς (1943), λειτούργησε επισκευασμένο ξανά το 1950 και το 1963 εγκαταλείφθηκε οριστικά.  Σήμερα με δυσκολία  εντοπίζεται ο χώρος του Σανατορίου και του Πρεβαντορίου, ανεβαίνοντας τη δημοσιά προς τα Χάνια· όλα τα κτίσματα είναι  εγκαταλελειμμένα ερείπια.

Τον Αύγουστο 1935, στη Ζαγορά, ο Σεφέρης γνώρισε μια γυναίκα με την οποία έζησε μια έντονη ερωτική σχέση που συνεχίστηκε λίγο αργότερα στο Σανατόριο Πηλίου. Αυτή η «ωραία» γυναίκα με τα λιτά μακριά μαλλιά πάνω στ’ άλογό της» (βλ. Ιωάννα Τσάτσου, Ο Αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης, σ. 336) ταυτίζεται, σύμφωνα με την έρευνά μας, με την «οικοδέσποινα» του Σανατορίου Άννα Καραμάνη (1901-2006), μετέπειτα γυναίκα του Άγγελου Σικελιανού (1940) (βλ. ανέκδοτες επιστολές Σεφέρη στην αδελφή του 10.08.37 και 21.09.37, Αρχείο Κων/νου  και Ιωάννας Τσάτσου, φάκ. 7).
Τότε,  ο Σεφέρης έγραψε εδώ πάνω στο θέρετρο του Σανατορίου, το παρακάτω άτιτλο ποίημα, καταχωρημένο στις Μέρες, Γ΄, (Ίκαρος 1975, εγγραφή Τρίτη [ 20.8.35], σ. 21) που, όπως πιστεύουμε, αναφέρεται σ’ αυτή τη σχέση:

                                     Ποιο γνώρισμα μέσα στις καστανιές
                                     τα δασινάρια και τα πλατάνια
                                     καθώς τα σύννεφα σέρνουνται στις κορυφογραμμές:
                                     κόκκινος χιτώνας και το άρωμα του ελάτου
                                     «τίποτε δε ρωτούν τούτα τα μάτια».
Έλατα στο Πήλιο δεν υπάρχουν. Εικάζουμε με αρκετή βεβαιότητα πως το «άρωμα του ελάτου» είναι μια ερωτική αναφορά στη συγκεκριμένη  γυναίκα της οποίας «τα μάτια τίποτε δε ρωτούν» («άρωμα του  ελάτου» =  Άννα Καραμάνη). 
Ο Σεφέρης μας πληροφορεί ότι στην τοπική διάλεκτο του Πηλίου, δασινάρια είναι οι συστάδες δένδρων (δασ’νάρ’)· τη λέξη αυτή την άκουσε στη Ζαγορά  το καλοκαίρι του ’35 και την κατέγραψε στο προσωπικό του λεξικό.   
Ακόμη, εκεί έγραψε και το ποίημα «Λυκόπετρα» (καταχωρημένο στις Μέρες, Γ΄, εγγραφή 31 Αυγούστου 1935, σελ. 24).

ΛΥΚΟΠΕΤΡΑ

Όσο ανεβαίνεις πλαταίνει η θάλασσα, κοίτα·
ο τόπος που σε πλήγωσε πόσο έγινε τώρα μικρός.
Τα χέρια σου, δεν τα’ χει πια το σκοτάδι, έγιναν πάλι
                             δικά σου
μπορούν να ‘γγίξουν και να γνωρίσεις πάλι τον ουρανό.

Ο τόπος που σε πλήγωσε σε κάθε στροφή βυθίζει,              [5]
στο δέρμα σου δεν νιώθεις πια το πουκάμισο του κενταύρου
μήτε τα μάτια
που γυρεύουν την πληρωμή.

Ο τόπος ο δικός σου· το αίμα και το σκοτάδι
                        βυθίζει σαν το καράβι που είναι καιρός του να βυθιστεί[10]            
στην ήσυχη θάλασσα που όλο πλαταίνει
στην κάθε στροφή.

Κάθισε πλάι μου στην πέτρα, μη συλλογίζεσαι
το σκοτωμένο και το φονιά την προδοσία και την ψευτιά.
Μη συλλογίζεσαι, κάθισε πιο κοντά                                [15]                
εδώ στην πέτρα που άγγιξε το κοπάδι των λύκων.
Κοίταξε από την πείνα τους τι έχει απομείνει·
μια ήσυχη λίμνη
και δυο φωτιές που όλο μικραίνουν κι έχουν χαθεί.     [19]                             
                                                   
Αμέσως μετά, στην Αθήνα, ο Σεφέρης γράφει την «Λυκόπετρα 2», σχετική ωστόσο, με το Σανατόριο καταχωρημένη κι αυτή στις Μέρες, Γ΄ (εγγραφή Σεπτέμβρης, 1935, σελ. 26):

                                                 ΛΥΚΟΠΕΤΡΑ 2

Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, δεν μπορούσε…                       [1]     
Όταν ο άνθρωπος αυτός έλεγε δεν μπορούσε,
φαινόταν ν’ ακούει μια παράξενη μουσική.
Άγγιξε τα πόδια μου, τα γόνατα μου·
ο  αγέρας φυσούσε στις οξιές, τα φώτα                                          [5]
απλώθηκαν κάτω στον κάμπο, αστερισμοί.
Κράτησα την παλάμη του·  η μεγάλη γραμμή της ζωής του
χτύπησε την καρδιά μου χαραγμένη στην πέτρα του λύκου.  [8]  


Με αφορμή ορισμένα στοιχεία μέσα στο ποίημα, πιστεύουμε πως «ο άνθρωπος αυτός» είναι ο ιδρυτής και αφοσιωμένος γιατρός του Σανατορίου Γεώργιος Καραμάνης, σύζυγος της Άννας Καραμάνη.  Ο Καραμάνης ήταν μια ηρωική φυσιογνωμία που διαπνεόταν από μια βαθιά ευγένεια και απέραντη αγάπη για τους συνανθρώπους του. Έζησε απομονωμένος και στερημένος πάνω στο βουνό, και με πίστη και με δύναμη αφιέρωσε όλη του τη ζωή προσφέροντας με τρυφερότητα και στοργή «το χάδι της ψυχής του στους ασθενείς του».

Ο Σεφέρης ξαναγύρισε στο Σανατόριο το καλοκαίρι του 1937, αλλά με διαφορετική συντροφιά και κάτω από εντελώς διαφορετικές προσωπικές συνθήκες. Εκεί άρχισε να γράφει το ποίημα «Piazza San Nicolὸ»  που ολοκλήρωσε στην Κορυτσά.

Το καλοκαίρι του 1938, τα δύο μικρά κορίτσια της Μαρώς Σεφέρη απ΄ τον πρώτο της γάμο, Μίνα και Άννα Λόντου, πέρασαν ένα μήνα στο Πρεβαντόριο (βλ. Σεφέρης και Μαρώ, Αλληλογραφία, Α’, 1936-1949, Βικελέα Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, 1989, επιστ. 104, σ. 285).                                                                                        




25/7/11                                                                              Γιώργος Δ. Παναγιώτου






06.